αγγειοπλαστική

αγγειοπλαστική
I
(Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η καλλιτεχνική επεξεργασία και η διακόσμηση των αγγείων με διάφορα σχήματα και μορφές. Η α. αναπτύχθηκε ως τέχνη σε όλους τους λαούς, ιδίως όμως στους Αιγυπτίους, τους Έλληνες και τους Eτρούσκους. Στην Αίγυπτο αρχίζει από τη νεολιθική εποχή. Τα περισσότερα αιγυπτιακά αγγεία είναι από επεξεργασμένο γρανίτη ή αλάβαστρο. Η α. των Ετρούσκων χωρίζεται σε τρεις εποχές: την εποχή της ανθρωπόμορφης τεφροδόχου κάλπης (8ος και 7ος αι.), την εποχή του αγγείου bucchero nero (7ος αι.) και την εποχή του ελληνίζοντος αγγείου. Στην Ελλάδα η α. αναπτύχθηκε στην περίοδο του μινωικού πολιτισμού, συνεχίστηκε στη μυκηναϊκή περίοδο και έφτασε στην τελειοποίησή της στην κλασική Ελλάδα.
Κατά τον Μεσαίωνα η α. χωρίστηκε σε δύο εποχές: την αραβική και την ιταλική. Με την αραβική (8ος-15ος αι.) εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το βερνίκωμα από γυαλί. Η τεχνική αυτή προήλθε από τους Κινέζους οι οποίοι είχαν ανακαλύψει από πολύ παλαιότερα την πορσελάνη. Στην Ευρώπη η α. αναπτύχθηκε στη Γαλλία και πιο πολύ στην Ιταλία, κυρίως όμως στην Αναγέννηση. Τα περισσότερα γνωστά αγγεία αυτής της εποχής είναι τα μαγιόλικα και τα φαγεντιανά. Από τον 16o αι., η α. σημειώνει μεγάλη πρόοδο στη Γαλλία και τη Γερμανία. Χαρακτηριστικό της γαλλικής τεχνοτροπίας είναι η χαρακτική διακόσμηση πάνω σε σμάλτο. Αργότερα στη Γερμανία, o χημικός Μπέτγκερ ανακάλυψε την κόκκινη πορσελάνη που προκαλεί πραγματική αναστάτωση στην α.
Με την τελειοποίηση των μηχανημάτων στη σύγχρονη εποχή η α. έχει πάρει έναν χαρακτήρα βιομηχανικής παραγωγής και όσο κι αν έφτασε σε βαθμούς τελειότητας, δεν έχει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, αλλά είναι απομίμηση από αρχαιότερες τεχνοτροπίες.
Δείγμα μικρασιατικής αγγειοπλαστικής του 16ου αι.
(Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).
Λεπτομέρεια από τοιχογραφία της Γέννησης της Θεοτόκου, όπου απεικονίζεται μία γυναίκα να κρατά αγγείο της εποχής των Κομνηνών (12ος αι.).
II
(Ιατρ.). Η χειρουργική ανακατασκευή ή η διεύρυνση αιμοφόρων αγγείων. Ειδική και πολύ συνηθισμένη κατηγορία της είναι η α. με μπαλονάκι, με την οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η στένωση αρτηριών. Πιο συγκεκριμένα, η στενωμένη αρτηρία διευρύνεται με ένα μπαλονάκι, το οποίο εισάγεται με έναν καθετήρα και στη συνέχεια φουσκώνεται όταν βρεθεί στη θέση της στένωσης.
* * *
και αγγειοπλαστουργία, η [αγγειοπλάστης]
η τέχνη τού αγγειοπλάστη, τής κατασκευής πήλινων αγγείων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγγειοπλαστική — η η τέχνη του αγγειοπλάστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοπλαστικός — ή, ό [αγγειοπλάστης] 1. ο σχετικός με την αγγειοπλαστική ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν 2. το θηλ. ως ουσ. η αγγειοπλαστική* …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊκή τέχνη — Ο όρος α.τ. (από τη λέξη αρχή)δόθηκε στην ελληνική τέχνη του 7ου και 6ου αι. π.Χ., όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η γεωμετρική τέχνη που προηγήθηκε· οπωσδήποτε, όμως, αποτελεί κάτι νέο στον ελληνικό κόσμο. Καμιά εποχή δεν έδωσε στην ελληνική τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Νομικός, Χριστόφορος — (1883 – 1951). Ιστορικός συγγραφέας. Ο Χ.Ν. είναι ο μόνος Έλληνας ιστορικός που ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ιστορία των Αράβων. Ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και, παράλληλα προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, ενδιαφέρθηκε αρχικά με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”